Ο όρος 'ignition interlock' παραπέμπει στον όρο 'interlock'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'ignition interlock' is cross-referenced with 'interlock'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
interlock⇒ vi | (connect, fit together) | συνδέομαι ρ αμ |
| | αρμόζω ρ αμ |
| (μεταφορικά) | κλειδώνω ρ αμ |
| These pieces interlock to keep the straps in place. |
| Αυτά τα κομμάτια συνδέονται για να κρατήσουν τις δέστρες στη θέση τους. |
interlock vi | (interweave) | πλέκομαι ρ μ αλληλοπαθ |
| | μπλέκομαι, μπερδεύομαι ρ μ αλληλοπαθ |
| The branches of the vines interlock to form a kind of wall. |
| Τα κλαδιά από τα κλήματα πλέκονται μεταξύ τους, για να δημιουργήσουν ένα είδος τοίχου. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
interlock, ignition interlock n | (engine device) | συσκευή αλκοτέστ που δεν επιτρέπει στο όχημα να πάρει μπρος αν ο οδηγός είναι μεθυσμένος |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| The technician installed an interlock in Dan's car. |